- εναποσημαίνω
- ἐναποσημαίνω (Α)1. δείχνω με κάτι ή σε κάτι, σημειώνω, αναφέρω2. μέσ. αποτυπώνω κάτι σαν με σφραγίδα, εντυπώνω, εγχαράσσω, εγγράφω, σταμπάρω3. (με παθ. σημασία, αποτυπώνομαι, εγχαράσσομαι, εγγράφομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐναπεσημήναντο — ἐναποσημαίνω indicate aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποσημαινόμενος — ἐναποσημαίνω indicate pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποσημανθείσης — ἐναποσημαίνω indicate aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποσημαίνειν — ἐναποσημαίνω indicate pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποσημαίνεσθαι — ἐναποσημαίνω indicate pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποσημαίνεται — ἐναποσημαίνω indicate pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)